Γιατί η Τελειότητα δεν Υπάρχει και Πώς Αυτό Αλλάζει την Κατανόησή μας..
Το Παράδοξο της Τελειότητας
Η ιδέα της τελειότητας συνοδεύει τον άνθρωπο από την αρχαιότητα. Από τον πλατωνικό κόσμο των Ιδεών έως τη σύγχρονη επιστήμη, το «τέλειο» ταυτίστηκε με το απόλυτο, το αμετάβλητο, το πλήρες. Όμως, ακριβώς επειδή είναι αμετάβλητο, το τέλειο είναι και αδρανές. Ένα σύμπαν χωρίς εντροπία, «τέλειο», δεν θα μπορούσε να γεννήσει ούτε ύλη, ούτε ζωή, ούτε συνείδηση. Θα ήταν ένα «αντικειμενικό Τίποτα».
Η Θεωρία της Μη Τελειότητας (ΜΤ) ξεκινά από αυτή τη διαπίστωση: το γεγονός ότι τίποτα στον κόσμο δεν είναι απόλυτα τέλειο δεν είναι μειονέκτημα, αλλά η θεμελιώδης αιτία της ύπαρξης.
Η Μη Τελειότητα ως Θεμελιώδης Αρχή
Σύμφωνα με τη ΜΤ, κάθε οντότητα του κόσμου –από τα στοιχειώδη σωματίδια μέχρι τους γαλαξίες και τη συνείδηση– δομείται πάνω σε μια ενεργειακή διπολική αρχή.
Υπάρχουν πάντα δύο πόλοι:
- ο στατικός/μαζικός πόλος (Es), που δίνει σταθερότητα, βαρύτητα, συγκέντρωση·
- και ο κυματικός/δυναμικός πόλος (Ed), που δίνει κίνηση, αλλαγή, διάχυση.
Η ατέλεια βρίσκεται ακριβώς στο ότι οι δύο αυτοί πόλοι δεν μπορούν ποτέ να ισορροπήσουν απόλυτα. Υπάρχει πάντα μια μικρή ανισορροπία, ένα συνεχές «πήγαινε-έλα», που γεννά ενέργεια, εξέλιξη, ύπαρξη.
Επιπτώσεις στη Φυσική και την Κοσμολογία
Η διπολική αυτή δομή ρίχνει φως σε μερικά από τα μεγαλύτερα μυστήρια της σύγχρονης κοσμολογίας.
- Σκοτεινή ενέργεια: Ο διαγαλαξιακός κενός χώρος δεν είναι «τίποτα», αλλά, ένα πεδίο όπου ο κυματικός πόλος (Ed) υπερισχύει. Αυτή η υπεροχή οδηγεί στην επιταχυνόμενη διαστολή του Σύμπαντος.
- Σκοτεινή ύλη: Αντίθετα, στις περιοχές γύρω από τους γαλαξίες, το κυματικό μέρος εγκλωβίζεται και «μεταφράζεται» σε μάζα, προσθέτοντας βαρύτητα χωρίς να εκπέμπει φως ή να αλληλεπιδρά ηλεκτρομαγνητικά.
- Αρχή αβεβαιότητας: Ο Heisenberg έδειξε ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με απόλυτη ακρίβεια θέση και ορμή. Η ΜΤ εξηγεί ότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει απόλυτα «καθαρός» πόλος· ό,τι φαίνεται ως σωματίδιο κρύβει κύμα, κι ό,τι φαίνεται ως κύμα κρύβει σωματίδιο.
Με άλλα λόγια, η ίδια η ατέλεια αποτελεί τον κινητήριο μηχανισμό που κρύβεται τόσο πίσω από τα κοσμολογικά, όσο και από τα κβαντικά (κβαντική διεμπλοκή, πείραμα των δύο σχισμών) «παράδοξα».
Συνέπειες στη Βιολογία και στη Συνείδηση
Η ζωή δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε ένα «τέλειο» σύμπαν. Η βιολογική εξέλιξη βασίζεται σε μεταλλάξεις, αποκλίσεις, «λάθη». Αυτές οι αποκλίσεις είναι η πηγή της ποικιλίας και της προσαρμοστικότητας.
Το ίδιο ισχύει και για τη συνείδηση: δεν είναι μια τέλεια, αμετάβλητη κατάσταση, αλλά μια συνεχής ροή αλληλεπιδράσεων, εμπειριών, συγκρούσεων. Αν ο νους ήταν τέλειος και αμετάβλητος, δεν θα υπήρχε ελευθερία βούλησης, ούτε δημιουργικότητα.
Κοινωνία, Ηθική, Τεχνητή Νοημοσύνη
Η ΜΤ δεν περιορίζεται στη φυσική. Έχει συνέπειες και για το πώς αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία και την ηθική.
- Η επιμονή στην απόλυτη ισότητα (να είναι όλοι ακριβώς ίδιοι) αναιρεί τη διαφορετικότητα.
- Η επιμονή στην απόλυτη ανισότητα (να κυριαρχεί απόλυτα ο ένας πάνω στον άλλο) αναιρεί τη συνεργασία.
Και οι δύο αυτές ακραίες «τελειότητες» ακυρώνουν την ίδια την ύπαρξη. Η αληθινή πρόοδος βρίσκεται στην αναγνώριση της ατέλειας, στη συνύπαρξη και στη δημιουργική αλληλεπίδραση.
Ακόμη και στην τεχνητή νοημοσύνη, η ΜΤ μάς δείχνει κάτι: ένα απολύτως τέλειο σύστημα θα ήταν νεκρό, αδρανές. Αυτό που κάνει την ΤΝ χρήσιμη και δημιουργική είναι οι πιθανότητες σφάλματος, η αβεβαιότητα, η δυνατότητα προσαρμογής.
Η Ατέλεια ως Νόημα
Η οντολογική τελειότητα είναι αδρανής. Μόνο η ατέλεια γεννά κίνηση, ζωή και νόημα. Αντί να την αντιμετωπίζουμε ως έλλειψη, μπορούμε να την δούμε ως την πραγματική πηγή δημιουργίας.
Η Θεωρία της Μη Τελειότητας του DAB δεν μας δίνει μόνο μια νέα εικόνα για το Σύμπαν· μας παρέχει και μια νέα στάση απέναντι στη ζωή. Η αποδοχή της ατέλειας ως αίτιο της ύπαρξης, μάς βοηθά να κατανοήσουμε τον κόσμο, τον εαυτό μας και το μέλλον της ανθρωπότητας με έναν τρόπο πιο ειλικρινή, πιο ελπιδοφόρο, τόσο για τις κοινωνίες, όσο και για τη φύση και το περιβάλλον. Προσφέρει μια θεώρηση που ενώνει τη φυσική, τη φιλοσοφία και την κοινωνία.
Γράφει ο Δημήτρης Μπούρας