Η επιστήμη μάς έχει μάθει να σκεφτόμαστε την αδράνεια, τη βαρύτητα και τη σταθερά c – την ταχύτητα του φωτός στο κενό – ως τρεις διαφορετικές και ανεξάρτητες έννοιες. Η αδράνεια περιγράφει την αντίσταση ενός σώματος στην αλλαγή της κίνησής του. Η βαρύτητα είναι η έλξη που κάθε μάζα ασκεί πάνω σε άλλη μάζα. Και η c είναι το απόλυτο όριο ταχύτητας με το οποίο η πληροφορία και η ενέργεια μπορούν να ταξιδέψουν στο Σύμπαν.
Αλλά τι θα γινόταν αν όλες αυτές οι έννοιες δεν ήταν ξεχωριστές, αλλά εκδηλώσεις της ίδιας θεμελιώδους πραγματικότητας;
Η Θεωρία της Μη Τελειότητας (ΜΤ) προσφέρει μια τέτοια οπτική. Στον πυρήνα της βρίσκεται η ιδέα ότι τίποτα στον εμπειρικό κόσμο δεν είναι απολύτως τέλειο· δεν υπάρχει ούτε το απόλυτο Μηδέν ούτε το απόλυτο Ένα. Αντίθετα, η πραγματικότητα συγκροτείται από ενεργειακά δίπολα: από έναν στατικό, μαζικό πόλο (Es), που τείνει προς συγκέντρωση και σταθερότητα, και από έναν δυναμικό, κυματικό πόλο (Ed), που τείνει προς εξάπλωση και αλλαγή.
Αυτοί οι δύο πόλοι δεν βρίσκονται ποτέ σε τέλεια ισορροπία. Η μικρή αυτή ασυμμετρία είναι που γεννά την ύπαρξη. Και η συνεχής ανταλλαγή τους με το καθολικό περιβάλλον – αυτό που η ΜΤ ονομάζει «σύρσιμο» – είναι που θεμελιώνει όλες τις φυσικές διεργασίες.
Αν δούμε τα πράγματα από αυτή τη σκοπιά, η αδράνεια, η βαρύτητα και η c αποκτούν μια βαθύτερη ενότητα:
- Η αδράνεια είναι η αντίσταση που εκδηλώνεται όταν η εσωτερική αλληλεπίδραση, το «σύρσιμο» πρέπει να προσαρμοστεί σε μια αλλαγή. Όταν ένα σώμα επιταχύνεται, τα εσωτερικά του δίπολα πρέπει να «επανασυντονιστούν» με το Όλον. Αυτή η αναπροσαρμογή εμφανίζεται ως αντίσταση στην αλλαγή.
- Η βαρύτητα είναι η σταθερή, συνεχής ροή του «σύρσιμου», όταν ένα σώμα βρίσκεται σε ισορροπία με το περιβάλλον του. Δεν είναι εξωτερική δύναμη, αλλά η εγγενής έκφραση της ύπαρξης: το «βάρος» είναι στην πραγματικότητα το μέτρο της ενεργειακής ανταλλαγής του επιμέρους – ενός όντος – με το Όλον.
- Η σταθερά c είναι το ανώτατο όριο της ταχύτητας με την οποία μπορεί να εξαπλωθεί ο κυματικός πόλος (Ed), όταν ο στατικός πόλος (Es) βρίσκεται στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο. Στη ΜΤ, η c δεν είναι αυθαίρετη σταθερά· είναι το μέτρο της μέγιστης δυνατότητας διαφοροποίησης, το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η εμπειρία του χωρόχρονου.
Με αυτή την οπτική, οι τρεις αυτές έννοιες δεν είναι απλώς αριθμοί σε μια εξίσωση. Είναι οι διαφορετικές όψεις της ίδιας αλληλεπίδρασης: της αέναης σύνδεσης κάθε οντότητας με το Όλον.
Τι σημαίνει όμως αυτή η ενοποίηση; Σημαίνει ότι η αδράνεια, η βαρύτητα και η c δεν είναι τυχαία ή απομονωμένα φαινόμενα. Είναι η ίδια η δομή της ύπαρξης. Η αδράνεια δείχνει ότι κανένα ον δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς να «επαναδιαπραγματευτεί» τη σχέση του με το Όλον. Η βαρύτητα φανερώνει ότι αυτή η σχέση υπάρχει ακόμη και όταν τίποτα δεν αλλάζει. Και η c μας θυμίζει ότι υπάρχει όριο στο πόσο γρήγορα μπορεί να εκφραστεί η διαφοροποίηση – ένα όριο που θεμελιώνει την εμπειρία του χρόνου και της αιτιότητας.
Με άλλα λόγια, η αδράνεια είναι η δυναμική όψη, η βαρύτητα η στατική όψη, και η c η οριακή όψη του ίδιου καθολικού μηχανισμού.
Η φιλοσοφική συνέπεια είναι ριζική: ό,τι θεωρούσαμε ξεχωριστές δυνάμεις ή ιδιότητες της ύλης αποκαλύπτονται ως εκδηλώσεις της ίδιας αρχής. Η Μη Τελειότητα μάς δείχνει ότι η ύπαρξη δεν μπορεί να είναι ποτέ κλειστή, αυτάρκης ή απομονωμένη. Είναι πάντοτε σε ροή, πάντοτε σε ανταλλαγή, πάντοτε σε σύνδεση με το Όλον.
Ίσως, λοιπόν, η επόμενη μεγάλη επανάσταση στη σκέψη μας δεν θα έρθει από μια νέα εξίσωση, αλλά από την κατανόηση ότι η αδράνεια, η βαρύτητα και η c δεν είναι διαφορετικοί «νόμοι της φύσης». Είναι τρεις τρόποι να κοιτάξουμε την ίδια αναγκαία συνθήκη: ότι τίποτα δεν υπάρχει μόνο του.
Και αυτή η συνθήκη – η αέναη αλληλεπίδραση που γεννά τον χωρόχρονο, την κίνηση και το βάρος – είναι η ίδια η δημιουργική δύναμη της ατέλειας.
Γράφει ο Δημήτρης Μπούρας